ἐπιβατήριοι

ἐπιβατήριοι
ἐπιβατήριος
fit for scaling
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπιβατήριοι — Ἐπιβατήριος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβατήριος — ἐπιβατήριος, ον (AM) [επιβάτης] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιβατήρια 1. εγκαίνια ή αφιέρωση ναού 2. λόγοι και τελετές υποδοχής αρχ. θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο αρχ. 1. ο χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση («ἐπιβατήριοι μηχαναί», Ιώσ.) 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”